- άστοχος
- -η, -ο (AM ἄστοχος, -ον)1. αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει χωρίς επιτυχία2. ο ασυλλόγιστος, ο απερίσκεπτος3. ο άσκοπος, ο μάταιοςνεοελλ.ο άκαρπος («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄστοχος — missing the mark masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστοχος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πετυχαίνει το σκοπό του: Οι βολές που είχαν ριχτεί ήταν άστοχες. 2. ανεπιτυχής, αδέξιος, άσκοπος: Κάνεις άστοχες ενέργειες. 3. αυτός που δεν αποδίνει καρπό, άκαρπος: Η φετινή χρονιά ήταν άστοχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστόχως — ἄστοχος missing the mark adverbial ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστοχον — ἄστοχος missing the mark masc/fem acc sg ἄστοχος missing the mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόχοις — ἄστοχος missing the mark masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόχου — ἄστοχος missing the mark masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόχους — ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστοχα — ἄστοχος missing the mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστοχοι — ἄστοχος missing the mark masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής … Dictionary of Greek